πειράθητι

πειράθητι
πειρά̱θητι , πειράω
attempt
aor imperat pass 2nd sg (attic)
πειρά̱θητι , πειράω
attempt
aor imperat pass 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συντείνω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω] συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.) αρχ. 1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. εντείνω όλες τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”